στηλω-

στηλω-
см. στυλω\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στηλω-" в других словарях:

  • στηλώ — όω, ΜΑ, και δωρ. τ. σταλῶ, όω, Α βλ. στηλώνω …   Dictionary of Greek

  • στηλώνω — στηλῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σταλῶ, όω, Α [στήλη] νεοελλ. έχω, κρατώ κάτι κατακόρυφα σαν στήλη («μα η Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει την κορφή της / μεσουρανίς», Γρυπ.) μσν. αρχ. τοποθετώ, στήνω σαν στήλη («ἐστήλωσεν ἐπ αὐτὸν σωρὸν λίθων», ΠΔ) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • СКИЛАК —    • Scylax,          Σκύλαξ, из Карианды в Карии, один из мореходов, которых Дарий Гистасп (251 485 гг. до Р. X.) послал для исследования берегов Азии от устьев Инда до аравийского залива. Hdt. 4, 44. Свида упоминает математика и музыканта того… …   Реальный словарь классических древностей

  • καταστηλώ — καταστηλῶ, όω (Α) 1. γεμίζω με στήλες στις οποίες γράφεται η απόσταση από κάποιο μέρος («ὁδὸς κατεστηλωμένη», Πολ.) 2. στηρίζω κάτι με στήλες («δένδρα ταῑς ῥίζαις κατεστηλωμένα εἰς τὴν γῆν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στηλῶ «στήνω στήλη»] …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • στήλωμα — ώματος, τὸ, Α [στηλώ] στύλος, κίονας …   Dictionary of Greek

  • στήλωσις — ώσεως, ἡ, Α [στηλῶ] 1. αναγραφή σε στήλη, σε πινακίδα («στήλωσις τοῡ ψηφίσματος», επιγρ.) 2. στήλη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»